Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Αλσατή
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [Αλσατός ^-ού, ο^]
2 alsazia`na ~f~, abita`nte ~f~ dell'Alsa`zia

Αλσατός  
ουσιαστικό αρσενικό

alsazia`no ~m~; abita`nte ~m~ dell'Alsa`zia

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  άλπιος άλσος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---