Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαλπινιστής
ουσιαστικό αρσενικό alpinista ~m~; scalato`re ~m~ αλπινίστρια ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [αλπινιστής ^-ή, ο^] 2 alpinista ~f~; scalatri`ce ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |