Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Δαίδαλος {Eαιδάλου} δάκος {χωρ. πληθ...
δαιδαλώδης {δαιδαλώδ-... δάκρυ {δακρύ-ου ...
δαίμονας {δαιμόνων} δάκρυα [ουσ ουδ πληθ.]
δαιμόνια [θηλ.ουσ] δακρύβρεχτος [επίθ.]
δαιμονιακός [επίθ.] δακρυγόνα [ουσ ουδ πληθ.]
δαιμονίζομαι [ρ. παθ.] δακρυγόνος [επίθ.]
δαιμονίζω {δαιμόνισ-... δακρυδόχος [επίθ.]
δαιμονικός [επίθ.] δακρύζω {δάκρυσ-α,...
δαιμόνιο {δαιμονί-ο... δακρυϊκός [επίθ.]
δαιμονιόπληκτος [επίθ.] δάκρυμα [ουσ ουδ.]
δαιμόνιος [επίθ.] δάκρυο [ουσ ουδ.]
δαιμονισμένος [επίθ.] δακρύρροια [θηλ.ουσ]
δαιμονισμός [ουσ αρσ ] δακρυρροώ [-είς, -εί...
δαιμόνισσα [θηλ.ουσ] δακρυσμένος [επίθ.]
δαιμονιωδέστατος [επίθ.] δακτυλήθρα [θηλ.ουσ]
δαιμονιωδέστερος [επίθ.] δακτυλίδι [ουσ ουδ.]
δαιμονιώδης {δαιμονιώδ... δακτυλικός [επίθ.]
δαιμονολατρία [θηλ.ουσ] δακτυλιοειδής {δακτυλιοε...
δαιμονοληψία [θηλ.ουσ] δακτύλιος {δακτυλί-ο...
δαιμονολογία {δαιμονολο... δακτυλιωτός [επίθ.]
δαιμονολόγος [ουσ αρσ και θηλ.] δάκτυλο [ουσ ουδ.]
δαιμονομανία [θηλ.ουσ] δακτυλογραφημένος [επίθ.]
δαιμονοπαθής {δαιμονοπα... δακτυλογράφηση {-ης κ. -ή...
δαιμονοπληξία [θηλ.ουσ] δακτυλογραφία [θηλ.ουσ]
δαίμων {δαίμονος} δακτυλογραφικός [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: