Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

λαμπράδα [θηλ.ουσ] λαναρισμένος [επίθ.]
Λαμπρή [θηλ.ουσ] λανθάνω {μτχ. ενεσ...
λαμπριάτικος [επίθ.] λανθάνων [επίθ.]
λαμπρός [επίθ.] λανθασμένα [επίρ.]
λαμπρότατος [επίθ.] λανθασμένος [επίθ.]
λαμπρότερος [επίθ.] λανολίνη {χωρ. πληθ...
λαμπρότης [θηλ.ουσ] λανσάρισμα [ουσ ουδ.]
λαμπρότητα {χωρ. πληθ... λανσαρισμένος [επίθ.]
λαμπροφόρος [επίθ.] λανσάρω {λανσάρισα...
λαμπρύνω μτχ. παρκ.... λάντζα {χωρ. γεν....
λαμπτήρας [ουσ αρσ ] λαντζέρης {λαντζ(ι)έ...
λαμπυράδα [θηλ.ουσ] λαντζέρισσα {χωρ. γεν....
λαμπυρίζω {λαμπύρισα... λαντζιέρα {χωρ. γεν....
λαμπύρισμα [ουσ ουδ.] λαντζιέρης {λαντζ(ι)έ...
λαμπυρός [ουσ αρσ ] λαντζιέρισσα {χωρ. γεν....
λαμπυρότη [θηλ.ουσ] λαντζόνι [ουσ ουδ.]
λάμπω {έλαμψα} (... λάξεμα [ουσ ουδ.]
λάμπων [επίθ.] λαξεμένος [επίθ.]
λάμψη {-ης κ. -ε... λάξευμα [ουσ ουδ.]
λάμψις η έλαψες λαξευμένος [επίθ.]
λανάρα [θηλ.ουσ] λάξευση [θηλ.ουσ]
λαναράς {λαναράδες... λαξευτής [ουσ αρσ ]
λανάρι {λαναρ-ιού... λαξευτός [επίθ.]
λαναρίζω {λανάρισ-α... λαξεύω {λάξευ-σα,...
λανάρισμα [ουσ ουδ.] λαογραφία {χωρ. πληθ...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: