Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λάξεμα
ουσιαστικό ουδέτερο

variante di [λάξευμα]

λάξευμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 gradinatu`ra ~f~
2 scalpellatu`ra ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λαντζόνι λαξεμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---