Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λαοί
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός

genti ~fp~

λαός  
ουσιαστικό αρσενικό

1 po`polo ~m~ o ελληνικός λαός == il popolo greco && o πρωθυπoυργός θα μιλήσει στο λαό της Θεσσαλoνίκης == il primo ministro parlerà al popolo di Salonicco
2 nazio`ne ~f~, popolazio`ne ~f~, po`polo ~m~ οι λαοί της Αφρικής == i popoli dell'Africa
3 classi ~fp~ meno eleva`te, po`polo ~m~ είναι άνθρωπoς του λαού == è un uomo del popolo
4 πλήθος folla ~f~, gente ~f~, moltitu`dine ~f~ ήρθε πολύς λαός να τον δει == venne un gran folla a vederlo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λαοθάλασσα Λαοκόων  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---