Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λαμπυρίζω  
ρήμα αμετάβατο

luccica`re, scintilla`re, sfavilla`re το διαμάντι λαμπύριζε στο μισoσκόταδo == il diamante sfavillava nella semioscurità

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λαμπυράδα λαμπύρισμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---