Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λαμπράδα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 radiosità ~f~
2 splendo`re ~m~

λαμπυράδα
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [λαμπράδα]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λαμπρά Λαμπρή  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---