Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόλαμπρός
επίθετο 1 splende`nte, brilla`nte, luce`nte λαμπρός ηλιoς == sole splendente 2 magni`fico, sple`ndido λαμπρή τελετή == cerimonia splendida 3 ((figurato)) o`ttimo, brilla`nte λαμπρός μαθητής == studente brillante λαμπρότατος επίθετο superlativo di [λαμπρός] λαμπρότερος επίθετο comparativo di [λαμπρός] λαμπυρός ουσιαστικό αρσενικό variante di [λαμπρός] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |