Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόλαμπρότης
ουσιαστικό θηλυκό variante arcaica di [λαμπρότητα] λαμπρότητα ουσιαστικό θηλυκό 1 splendo`re ~m~ 2 magnifice`nza ~f~, sontuosità ~f~ ο γάμος τελέσθηκε με μεγάλη λαμπρότητα == il matrimonio fu celebrato in gran pompa λαμπυρότη ουσιαστικό θηλυκό variante di [λαμπρότης] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |