Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόλάμπω
ρήμα αμετάβατο 1 brilla`re o ήλιoς λάμπει == il sole brilla && o χρυσός λάμπει == l'oro brilla 2 risple`ndere το πλατώ έλαμπε από τους προβολείς == sotto la luce dei riflettori, il teatro di posa risplendeva 3 sple`ndere, rilu`cere τα μάτια της γάτας έλαμπαν στο σκοτάδι == gli occhi del gatto rilucevano nel buio 4 ((figurato)) brilla`re, ecce`llere, spicca`re έλαμψε στις ανθρωπιστικές επιστήμες == eccelse nelle scienze umanistiche && έλαμψε η αλήθεια == la verità trionfò && έλαμψε διά της απουσίας του == brillò per la sua assenza permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |