Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λανάρισμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 carda`ta ~f~
2 cardatu`ra ~f~
3 garzatu`ra
4 scardassatu`ra ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λαναρίζω λαναρισμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---