Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λαμποκοπάω
ρήμα

variante di [λαμποκοπώ]

λαμποκοπώ  
ρήμα αμετάβατο

1 risple`ndere, brilla`re, e`ssere raggia`nte λαμπoκοπούσε από χαρά == era raggiante di gioia
2 brilla`re come uno spe`cchio το σπίτι της πάντα λαμπoκoπά == la sua casa brilla sempre come uno specchio

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λαμπόγυαλο λαμποκόπημα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---