Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

λαθεμένα [επίρ.] λαθρομετανάστης {λαθρομετα...
λαθεμένος [επίθ.] λαθρομετανάστισσα [θηλ.ουσ]
λαθεύω μππ. λαθεμ... λαθρομετανάστρια {λαθρομετα...
λάθος {λάθ-ους |... λαθροχειρία {λαθροχειρ...
λάθρα [επίρ.] λαθύριν [ουσ ουδ.]
λαθραία [ουσ ουδ πληθ.] λαίδη [θηλ.ουσ]
λαθραία [επίρ.] λαϊκά [επίρ.]
λαθραίος [επίθ.] λαϊκίζω [ρ.αμτβ.]
λαθρακιάζω [ρ.αμτβ.] λαϊκισμός [ουσ αρσ ]
λαθράκιασμα [ουσ ουδ.] λαϊκιστής [ουσ αρσ ]
λαθρακιασμένος [επίθ.] λαϊκιστικός, (raro) λαϊκίστικος [επίθ.]
λαθραλιεία {χωρ. πληθ... λαϊκίστρια [θηλ.ουσ]
λαθραναγνώστης {λαθραναγν... λαϊκός [επίθ.]
λαθραναγνώστρια {λαθραναγν... λαϊκότατος [επίθ.]
λαθρέμπορας [ουσ αρσ και θηλ.] λαϊκότερος [επίθ.]
λαθρεμπόριο [ουσ ουδ.] λαϊκότητα [θηλ.ουσ]
λαθρέμπορος [ουσ αρσ και θηλ.] λαϊκώτατος [επίθ.]
λαθρεπιβάτης {λαθρεπιβα... λαϊκώτερος [επίθ.]
λαθρεπιβάτις [θηλ.ουσ] λαίλαπα {χωρ. γεν....
λαθρεπιβάτισσα {λαθρεπιβα... λαίλαπας [ουσ αρσ ]
λαθρογαμία {λαθρογαμι... λαιμαργία [θηλ.ουσ]
λαθροθεατής [ουσ αρσ ] λαίμαργος [επίθ.]
λαθροθήρας [ουσ αρσ ] λαιμαριά [θηλ.ουσ]
λαθροθηρία {χωρ. πληθ... λαιμητόμος [θηλ.ουσ]
λαθροκυνηγός [ουσ αρσ ] λαιμοδέτης {λαιμοδετώ...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: