Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόλαθρέμπορας
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό variante di [λαθρέμπορος] λαθρέμπορος ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό contrabbandie`re ~m~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |