Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
λαθρεπιβάτης
ουσιαστικό αρσενικό
passegge`ro ~m~ clandesti`no, clandesti`no ~m~
λαθρεπιβάτις
ουσιαστικό θηλυκό
variante di
[λαθρεπιβάτισσα]
λαθρεπιβάτισσα
ουσιαστικό θηλυκό
femminile di
[λαθρεπιβάτης]
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< λαθρέμπορος
λαθρογαμία >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
λαθραναγνώστης
{λαθραναγν...
λαθραναγνώστρια
{λαθραναγν...
λαθρέμπορας
[ουσ αρσ και θηλ.]
λαθρεμπόριο
[ουσ ουδ.]
λαθρέμπορος
[ουσ αρσ και θηλ.]
λαθρεπιβάτης
{λαθρεπιβα...
λαθρεπιβάτις
[θηλ.ουσ]
λαθρεπιβάτισσα
{λαθρεπιβα...
λαθρογαμία
{λαθρογαμι...
λαθροθεατής
[ουσ αρσ ]
λαθροθήρας
[ουσ αρσ ]
λαθροθηρία
{χωρ. πληθ...
λαθροκυνηγός
[ουσ αρσ ]
λαθρομετανάστης
{λαθρομετα...
λαθρομετανάστισσα
[θηλ.ουσ]
λαθρομετανάστρια
{λαθρομετα...
λαθροχειρία
{λαθροχειρ...
λαθύριν
[ουσ ουδ.]
λαίδη
[θηλ.ουσ]
λαϊκά
[επίρ.]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis