λαθρομετανάστης
ουσιαστικό αρσενικό
immigra`to ~m~ clandesti`no
λαθρομετανάστρια
ουσιαστικό θηλυκό
femminile di [λαθρομετανάστης]
λαθρομετανάστισσα
ουσιαστικό θηλυκό
femminile di [λαθρομετανάστης]
ουσιαστικό αρσενικό
immigra`to ~m~ clandesti`no
λαθρομετανάστρια
ουσιαστικό θηλυκό
femminile di [λαθρομετανάστης]
λαθρομετανάστισσα
ουσιαστικό θηλυκό
femminile di [λαθρομετανάστης]
permalink
λαθρομετανάστης {λαθρομετα...
λαθρομετανάστισσα [θηλ.ουσ]
λαθρομετανάστρια {λαθρομετα...
---CACHE---
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
