GrecoItaliano


λαθρομετανάστης  
ουσιαστικό αρσενικό

immigra`to ~m~ clandesti`no

λαθρομετανάστρια
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [λαθρομετανάστης]

λαθρομετανάστισσα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [λαθρομετανάστης]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:LAQROMETANASTHS100}}
---CACHE---