Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόλαίλαπα
ουσιαστικό θηλυκό 1 bufe`ra ~f~ 2 ((figurato)) bufe`ra ~f~, furo`re ~m~, tu`rbine ~m~ μες στη λαίλαπα του πολέμoυ == nel turbine della guerra permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |