Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόλακάω
ρήμα αμετάβατο variante di [λακίζω] λακίζω ρήμα αμετάβατο ((popolare)) fuggi`re precipitosame`nte, da`rsela a gambe λάκισε με τo πoυ είδε τoυς χωρoφυλάκoυς == alla vista dei carabinieri, se la diede a gambe λακώ ρήμα αμετάβατο variante di [λακίζω] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |