Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόλακτίζω
ρήμα μεταβατικό 1 ((arcaico)) scalcia`re 2 ((figurato)) allontana`re con dispre`zzo πρoς κέντρα λακτίζειν == azione che si ritorce contro la persona che l'ha compiuta λαχτίζω ρήμα μεταβατικό variante di [λακτίζω] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |