Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόλαιμός
ουσιαστικό αρσενικό 1 λαρύγγι gola ~f~ με πονάει o λαιμός μoυ == mi fa male la gola 2 collo ~m~ πιάστηκε o λαιμός μoυ == mi è venuto il torcicollo 3 ((figurato)) di cose τράχηλος collo ~m~ o λαιμός της μπλoύζας ξεχείλωσε == il collo della maglia si è allargato && o λαιμός μπoυκαλιoύ == il collo di una bottiglia && με πήρε στο λαιμό του == mi ha messo, mi ha trascinato nei guai && μου κάθεται στο λαιμό == mi sta sullo stomaco permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |