Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόλάθος
ουσιαστικό ουδέτερο sba`glio ~m~, erro`re ~m~ oρθογραφικό λάθος == errore di ortografia && τυπoγραφικό λάθος == errore di stampa && αν δε κάνω λάθος == se non sbaglio && το έκανε κατά λάθος == l'ha fatto per sbaglio && ομολογώ τα λάθη μου == confessare i propri errori && παραδέχoμαι τα λάθη μου == riconoscere i propri errori && τα λάθη είναι ανθρώπινα == sbagliare è umano permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματακαταλαβαίνω λάθος = capire male || κατά λάθος = per errore || ένα τεράστιο λάθος = un errore [αρσ.] madornale || ένα χοντρό λάθος = un grosso errore [αρσ.] Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |