Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόλαθραίος
επίθετο clandesti`no, di contrabba`ndo λαθραία εξαγωγή συναλλάγματoς == esportazione clandestina di valuta && πουλoύσε λαθραία τσιγάρα == vendeva sigarette di contrabbando permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματατα λαθραία τσιγάρα = sigarette [θηλ. πλυθ.] di contrabbando Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |