Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

καλοκαρδισμένος [επίθ.] καλοπιάνω {καλόπιασα...
καλόκαρδος [επίθ.] καλόπιασμα [ουσ ουδ.]
καλόκεφος [επίθ.] καλόπιστα [επίρ.]
καλοκοιτάζω {καλοκοίτα... καλοπιστία [θηλ.ουσ]
καλολογικός [επίθ.] καλόπιστος [επίθ.]
καλομαθαίνω {καλόμαθ-α... καλοπίχερος [επίθ.]
καλομαθαίνω {καλόμαθ-α... καλοπληρωμένος [επίθ.]
καλομέλας [ουσ αρσ ] καλοπληρώνω {καλοπλήρω...
καλομελετημένος [επίθ.] καλοπληρωτής [ουσ αρσ ]
καλομεταχειρίζομαι (καλομεταχ... καλοπληρώτρια [θηλ.ουσ]
καλομίλητος [επίθ.] καλοπόδαρος [επίθ.]
καλομιλώ {καλομιλάς... καλοπροαίρετος [επίθ.]
καλομοίρης {καλομοίρη... καλορία [θηλ.ουσ]
καλομοιριά [θηλ.ουσ] καλορίζικα [επιφ.]
καλόμοιρος [επίθ.] καλοριζικιά [θηλ.ουσ]
καλοναρχώ [-είς, -εί... καλοριφέρ [ουσ ουδ.]
καλοντυμένος [επίθ.] καλορρίζικος [επίθ.]
καλοντύνομαι [ρ. παθ.] καλός [επίθ.]
καλοπαντρεμένος [επίθ.] καλός [ουσ αρσ ]
καλοπαντρεύομαι [ρ. παθ.] κάλος [ουσ αρσ ]
καλοπαντρεύω {καλοπάντρ... καλοσήμαδος [επίθ.]
καλοπερασάκιας {καλοπερασ... καλοστεκούμενος [επίθ.]
καλοπέραση {χωρ. πληθ... καλοστημένος [επίθ.]
καλοπερνώ {καλοπερνά... καλοστρωμένος [επίθ.]
καλοπέφτω {καλόπεσα}... καλόστρωτος [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: