Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καλοπληρωτής  
ουσιαστικό αρσενικό

buo`n pagato`re ~m~

καλοπληρώτρια
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [καλοπληρωτής]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καλοπληρώνω καλοπόδαρος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---