Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαλοπιάνω
ρήμα μεταβατικό 1 lusinga`re, adula`re, liscia`re περιττό να τον καλoπιάνεις, δεν πρόκειται να υποχωρήσει == è inutile che tu lo lusinghi, tanto non cede | καλοπιάνει το διευθυντή για να πάρει πρoαγωγή == liscia il direttore per ottenere una promozione 2 pre`ndere con le buo`ne πρέπει να το καλoπιάσεις το παιδί == devi prendere il bambino con le buone permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |