Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καλοκοιτάζω  
ρήμα μεταβατικό

1 guarda`re bene, osserva`re attentame`nte
2 vede`re di buo`n o`cchio, guarda`re qualcu`no con intere`sse

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καλόκεφος καλολογικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---