Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

καθυστερούμενα [ουσ ουδ πληθ.] καινούργιος [επίθ.]
καθυστερούμενος [επίθ.] καινούριος [επίθ.]
καθυστερώ {καθυστερε... και§νο§φα§νέ§στα§τος [επίθ.]
καθυστερώ {καθυστερε... και§νο§φα§νέ§στε§ρος [επίθ.]
καθώς [σύνδ.] καινοφανής {καινοφαν-...
καθώς [επίρ.] καίομαι [ρ. παθ.]
καθωσπρέπει [επίθ.] καίπερ [σύνδ.]
καθωσπρέπει [επίρ.] καιρικός [επίθ.]
καθωσπρεπισμός [ουσ αρσ ] καίριος [επίθ.]
και [σύνδ.] καιρός [ουσ αρσ ]
καιάδας {χωρ. πληθ... καιροσκοπία [θηλ.ουσ]
καίγομαι (κάηκα) καιροσκοπικός [επίθ.]
καιγόμενος [επίθ.] καιροσκοπισμός [ουσ αρσ ]
καίγω [ρ. μτβ. και αμετβ.] καιροσκόπος [ουσ αρσ και θηλ.]
καΐκι {καϊκ-ιού ... καιροσκοπώ {καιροσκοπ...
καΐκι–τράτα [θηλ.ουσ] καιροφυλακτώ {καιροφυλα...
καϊμάκι {καϊμακιού... Καίσαρ {καίσαρ-ος...
Κάιν [κύρ.όν. αρσ.] καισάρειος [επίθ.]
καινοζωικός [επίθ.] καισαρική [θηλ.ουσ]
καινός [επίθ.] καισαρικός [επίθ.]
καινοτομία {καινοτομι... καισαρισμός [ουσ αρσ ]
καινοτομικός [επίθ.] καισαροπαπισμός [ουσ αρσ ]
καινοτόμος [ουσ αρσ και θηλ.] καίτοι [σύνδ.]
καινοτομώ {καινοτομε... καίω {καις, καί...
καινότροπος [επίθ.] καίω {καις, καί...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: