Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καιγόμενος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [καίγω]
2 acce`so
3 incandesce`nte
4 usto`rio

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καίγομαι καίγω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---