Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καίγομαι
ρήμα παθητικό

1 brucia`rsi κάηκε το κοτόπουλο == il pollo si è bruciato
2 brucia`rsi, fulmina`rsi κάηκε η λάμπα == la lampadina si è fulminata, si è bruciata
3 (fig) ardere, scottare καίγομαι στον πυρετό == sto scottando dalla febbre
4 (fig) a`rdere, mori`re καίγεται από περιέργεια να μάθει πώς πήγαν τα πράγματα == muore dalla voglia di sapere come sono andate le cose
5 (fig) avere una fretta, una premura del diavolo, avere un bisogno pressante, essere con l' acqua alla gola+++καήκαμε! == siamo fritti!

καίγω  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

a`rdere

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καιάδας καιγόμενος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---