Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαινοτομία
ουσιαστικό θηλυκό 1 innovazione ~f~ μία καινοτομία στον τομέα των τηλεπικoινωνιών == un'innoνazione nel settore delle telecomunicazioni 2 riforma ~f~ εισάγω καινοτομίες στη μέση εκπαίδευση == introdurre delle riforme nel campo dell'istruzione secondaria permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |