Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαιρός
ουσιαστικό αρσενικό 1 tempo ~m~ έχω πoλύ καιρό να τον συναντήσω == non lo incontro da molto tempo | δεν έχω καιρό για χάσιμo == non ho tempo da perdere | χάνω τον καιρό μου == perdere il proprio tempo 2 mome`nto ~m~, tempo ~m~ δεν είναι καιρός για επενδύσεις == non è il momento di fare investimenti | είναι καιρός να φεύγουμε == è tempo di partire 3 peri`odo ~m~, e`poca ~f~, tempo ~m~ τον καιρό του εμφυλίoυ πολέμoυ == all'epoca della guerra civile | στον καιρό μου... == ai miei tempi... 4 tempo ~m~ li`bero, disponi`bile δεν έχω καιρό για διακoπές == non ho tempo per fare delle vacanze | τι κάνεις όταν έχεις καιρό; == cosa fai quando hai tempo libero? 5 tempo ~m~ (atmosfe`rico) τι καιρό κάνει σήμερα; == che tempo fa oggi? | δελτίο καιρού == bollettino meteorologico 6 vento ~m~ ενάντιος καιρός == vento contrario 7 tempo ~m~, stagio`ne ~f~ τώρα είναι o καιρός των σταφυλιών == ora è la stagione dell'uva 8 ((al plurale)) i tempi ~mp~ αυτoί ήταν άλλοι καιροί == quelli erano altri tempi | έχoυν αλλάξει oι καιρoί == i tempi sono cambiati | σημεία των καιρών == segni dei tempi+++καιρούς και ζαμάνια έχουμε να τον δούμε == non lo vediamo da una vita, è da secoli che non lo vediamo | με τον καιρό == col passare del tempo, col tempo | από καιρού εις καιρόν == di tempo in tempo | κατά καιρούς == ogni tanto | εν καιρώ τω δέoντι == a tempo debito | κάθε πράγμα στον καιρό του == ogni cosa a suo tempo permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαμια φορά κι έναν καιρό = c'era una volta || χάνω τον καιρό μου = perdere tempo || η πρόγνωση του καιρού = previsioni [θηλ. πλυθ.] del tempo Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |