Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καιροφυλακτώ  
ρήμα αμετάβατο

1 aspetta`re il mome`nto buo`no, opportu`no, propi`zio, spia`re l'occasio`ne
2 spia`re, apposta`rsi o δολοφόνος καιροφυλακτούσε πίσω από ένα δέντρο == l'assassino si era appostato dietro un albero

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καιροσκοπώ Καίσαρ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---