Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κακά  
ουσιαστικό ουδέτερο

((per eufemismo)) cacca ~f~, popò ~f~

κακά
επίρρημα

male μoυ φέρθηκε πoλύ κακά == mi ha trattato molto male+++κακά ψυχρά κι ανάποδα == va tutto storto, di male in peggio

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καίω κακάβι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---