Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κακαρίζω  
ρήμα αμετάβατο

1 fare coccodè, schiamazza`re, starnazza`re
2 (fig) blatera`re, ciarla`re, starnazza`re τις άκουγα να κακαρίζουν όλο τo απόγευμα == le sentivo starnazzare tutto il pomeriggio

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κακαόδεντρο κακάρισμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---