Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
κάκητα
ουσιαστικό θηλυκό
malvagità ~f~
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< κακή
κακί§α >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
κα§κεν§τρε§χέ§στα§τος
[επίθ.]
κα§κεν§τρε§χέ§στε§ρος
[επίθ.]
κακεντρεχής
{κακεντρεχ...
κακεργέτης
[ουσ αρσ ]
κακή
[θηλ.ουσ]
κάκητα
[θηλ.ουσ]
κακί§α
{κακιών}
κακίζω
(κάκισα)
κάκιστα
[επίρ.]
κάκιστος
[επίθ.]
κά§κι§στος
[επίθ.]
κάκιωμα
[ουσ ουδ.]
κακιωμένος
[επίθ.]
κακιώνω
{κάκιω-σα,...
κακκάβι
{κακκαβ-ιο...
κακκαβιά
[θηλ.ουσ]
κακό
[ουσ ουδ.]
κακό!
[επιφ.]
κακο–
[πρθμ.]
κακοαναθρεμμένος
[επίθ.]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis