Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κακιώνω  
ρήμα μεταβατικό

1 offe`ndersi, resta`re male, ave`rsela a male, ave`rcela κακιώνει όταν του λένε την αλήθεια == si offende quando gli dicono la verità | δεν σου έχω κακιώσει == non ce l'ho con te
2 arrabbia`rsi, pre`ndersela κακιώνει συνέχεια με τη μικρή της αδελφή == se la prende sempre con la sua sorellina
3 raffredda`rsi δεν έχω καταλάβει γιατί κάκιωσαν μαζί μας == non capisco perché si siano raffreddati nei nostri riguardi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κακιωμένος κακκάβι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---