Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κακό  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 male ~m~ oι δυνάμεις του κακού == le forze del male
2 danno ~m~, male ~m~ o παγετός έκανε μεγάλο κακό στα σπαρτά == il gelo ha causato gravi danni alle coltivazioni | κάνει κακό στην υγεία == fa male alla salute
3 disgra`zia ~f~, sventu`ra ~f~, sciagu`ra ~f~, disa`stro ~m~ τι ήταν αυτό το κακό που μας βρήκε! == che disgrazia ci è capitata!
4 bacca`no ~m~, fraca`sso ~m~, casi`no ~m~ έγινε μεγάλο κακό == è successo un gran casino+++πρασινίζω απ' το κακό μου == diventar verde dalla bile | σκάω απ' το κακό μου == crepare dall'invidia | αφρίζω απ' το κακό μου == schiumare dalla rabbia | από το κακό στο χειρότερο == di male in peggio | θα του βγεί σε κακό == andrà a finire male per lui | & ενός κακού μύρια έπονται == le disgrazie non vengono mai sole | πολύ κακό για το τίποτα == tanto rumore per nulla | το 'χω σε κακό == penso che ciò mi porterà male | ο νους του πάει πάντα στο κακό == pensa sempre al peggio | μικρό το κακό == non è poi un gran male

κακό!
επιφώνημα

male!

κακο–  
πρόθεμα

primo eleme`nto di paro`le compo`ste con significa`to di [male, cattivo, mal-]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κακκαβιά κακοαναθρεμμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---