Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκακί§α
ουσιαστικό θηλυκό 1 cattive`ria ~f~, malvagità ~f~ το έκανε από την κακία του == l'ha fatto per cattiveria 2 ranco`re δεν σου κρατώ κακία == non ti serbo rancore 3 comme`nto ~m~ mali`gno, cattive`ria είπε ένα σωρό κακίες για μένα == ha detto un sacco di cattiverie sul mio conto permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |