Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκακίζω
ρήμα μεταβατικό biasima`re, disapprova`re, dare torto πoλλoί κακίζούν τη διαγωγή του == molti biasimano, disapprovano la sua condotta | αντέδρασε βίαια, αλλά δεν τον κακίζω == ha reagito con violenza, ma non gli do torto permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |