Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κακεργέτης  
ουσιαστικό αρσενικό

1 malfatto`re ~m~
2 offenso`re ~m~
3 oltraggiato`re ~m~
4 re`o ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κακεντρεχής κακή  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---