Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
κακάο
ουσιαστικό ουδέτερο
caca`o ~m~ (la beva`nda)
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< κακαδιασμένος
κακαόδεντρο >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
κακά
[επίρ.]
κακάβι
[ουσ ουδ.]
κακαβιά
[θηλ.ουσ]
κακάδι
[ουσ ουδ.]
κακαδιασμένος
[επίθ.]
κακάο
{κακάου | ...
κακαόδεντρο
[ουσ ουδ.]
κακαρίζω
{κακάρισα}...
κακάρισμα
[ουσ ουδ.]
κακάρωμα
[ουσ ουδ.]
κακαρώνω
{κακάρω-σα...
κακάσχημος
[επίθ.]
κακέκτυπο
[ουσ ουδ.]
κακέκτυπος
[επίθ.]
κακέμφατος
[επίθ.]
κακεντρέχεια
[θηλ.ουσ]
κα§κεν§τρε§χέ§στα§τος
[επίθ.]
κα§κεν§τρε§χέ§στε§ρος
[επίθ.]
κακεντρεχής
{κακεντρεχ...
κακεργέτης
[ουσ αρσ ]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis