Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καθυστερώ  
ρήμα αμετάβατο

1 tarda`re, e`ssere in rita`rdo, far tardi είχε ομίχλη και καθυστερήσαμε == abbiamo tardato a causa della nebbia | τo τρένο θα καθυστερήσει μία ώρα == il treno arriverà con un'ora di ritardo
2 e`ssere indie`tro καθυστερεί στα αρχαία ελληνικά == è indietro in greco antico

καθυστερώ
ρήμα μεταβατικό

ritarda`re, far tarda`re μην καθυστερείς τη δουλειά των άλλων == non ritardare il lavoro degli altri! | καθυστερώ μια πληρωμή == ritardare un pagamento | έχω καθυστερήσει δύο ενοίκια == ho da pagare l'affitto arretrato di due mesi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καθυστερούμενος καθώς  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---