Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καθυστέρηση  
ουσιαστικό θηλυκό

rita`rdo ~m~ με συγχωρείτε για την καθυστέρηση == scusate il ritardo, chiedo scusa del ritardo | αδικαιολόγητη καθυστέρηση == ritardo inescusabile | η πτήση έχει καθυστέρηση == il volo è in ritardo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καθυστερημένος καθυστερούμενα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---