Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

κα§θα§ρό§τε§ρος [επίθ.] καθεστώς {καθεστώτ-...
καθαρότητα {χωρ. πληθ... καθεστωτικός [επίθ.]
κάθαρση {-ης κ. -ά... κάθετα [επίρ.]
καθάρσιο {καθαρσίου... καθετή [θηλ.ουσ]
καθαρτήριο {Καθαρτηρί... καθετήρας [ουσ αρσ ]
καθαρτήριος [επίθ.] καθετηριάζω (καθετηρία...
καθαρτικό [ουσ ουδ.] καθετηριασμός [ουσ αρσ ]
καθαρτικός [επίθ.] καθετί [αντων.]
κα§θα§ρώ§τα§τος [επίθ.] καθετόμετρο {καθετομέτ...
κα§θα§ρώ§τε§ρος [επίθ.] καθετοποιημένος [επίθ.]
καθαυτό [επίρ.] κάθετος [επίθ.]
κάθε [αντων.] κάθετος [θηλ.ουσ]
καθέδρα {καθεδρών} καθετότητα [θηλ.ουσ]
καθεδρικός [επίθ.] καθέτως [επίρ.]
κάθειρξη {-ης κ. -ε... καθεύδω {μόνο στον...
καθείς [αντων.] καθηγεσία {καθηγεσιώ...
καθέκαστα {χωρ. γεν.... καθηγητής {-η κ. (λό...
καθέκλα [θηλ.ουσ] καθηγητικός [επίθ.]
καθελκτήριος [επίθ.] καθηγήτρια {καθηγητρι...
καθέλκυση {-ης κ. -ύ... καθηγούμαι [-είσαι, -...
καθελκυσμένος [επίθ.] καθήκον {καθήκ-οντ...
καθελκύω (καθέλκ-υσ... καθηλωμένος [επίθ.]
καθένας [αντων.] καθηλώνομαι [ρ. παθ.]
καθεξής [επίρ.] καθηλώνω {καθήλω-σα...
καθεστώς [επίθ.] καθήλωση [θηλ.ουσ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: