Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καθέδρα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 scuola ca`ttedra ~f~
2 ecclesiastico ca`ttedra ~f~, se`ggio ~m~ episcopa`le ομιλώ από καθέδρας == montare in cattedra

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κάθε καθεδρικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---