Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαθαυτό
επίρρημα ((arcaico)) propriame`nte, vero e pro`prio αυτό που προτείνεις είναι καθαυτό εκμετάλλευση == quello che mi proponi è sfruttamento vero e proprio | o λόρδος Βύρων υπήρξε καθαυτό ρoμαντικός ποιητής == il poeta Byron fu un puro romantico permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |