Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκάθειρξη
ουσιαστικό θηλυκό diritto carcerazio`ne ~f~, reclusio`ne ~f~ καταδικάστηκε σε τριετή κάθειρξη == è stato condannato a tre anni di reclusione permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |