Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καθαρός  
επίθετο

1 puli`to, netto, lindo, terso καθαρές πετσέτες == asciugamani puliti | διατηρείτε την πόλη καθαρή! == mantenete pulita la città! | καθαρό σπίτι == casa netta | καθαρό τετράδιο == quaderno lindo | καθαρά τζάμια == vetri tersi
2 puro καθαρό οινόπνευμα == alcol puro | καθαρή ηρωίνη == eroina pura | καθαρή ατμόσφαιρα == aria pura
3 chia`ro, ni`tido η φωτογραφία δεν είναι αρκετά καθαρή == la fotografia non è abbastanza nitida
4 sere`no, terso καθαρός ουρανός == cielo terso
5 chia`ro, leggi`bile καθαρό γράψιμο == scrittura leggibile
6 chia`ro, traspare`nte, li`mpido το κρασί δεν έγινε πολύ καθαρό == il vino non è abbastanza limpido | καθαρά νερά == acque limpide
7 di persona puli`to, che ama la pulizi`a καθαρή νοικοκυρά == casalinga che ama la pulizia
8 (fig) puli`to, puro, immacola`to έχω καθαρή τη συνείδησή μoυ == ho la coscienza pulita
9 (fig) chia`ro καθαρή εξήγηση == spiegazione chiara | καθαρές κουβέντες == un discorso chiaro
10 (fig) puro η καθαρή αλήθεια == la pura verità | από καθαρή περιέργεια == per pura curiosità | από καθαρή σύμπτωση == per pura coincidenza | από καθαρή βλακεία == per pura stupidità+++καθαρό κέρδος == guadagno netto | καθαρό βάρος == peso netto | Καθαρή Δευτέρα == primo lunedì di Quaresima

κα§θα§ρό§τα§τος
επίθετο

superlativo di [καθαρός]

κα§θα§ρό§τε§ρος
επίθετο

comparativo di [καθαρό]

κα§θα§ρώ§τα§τος
επίθετο

superlativo di [καθαρός]

κα§θα§ρώ§τε§ρος
επίθετο

comparativo di [καθαρός]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καθαρολόγος καθαρότητα  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


το καθαρό αντίγραφο = bella copia [θηλ.] || το καθαρό μυαλό = mente [θηλ.] lucida || το καθαρό βάρος = peso [αρσ.] netto


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---