Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκάθαρση
ουσιαστικό θηλυκό 1 purificazio`ne ~f~ 2 epurazio`ne ~f~ επιβάλλεται η κάθαρση της δημόσιας διοίκησης == è imperativo epurare l'amministrazione pubblica 3 purificazio`ne ~f~, espiazio`ne ~f~ 4 ((letterario)) catarsi permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |